ὑπόβλημα

ὑπόβλημα
ὑπό-βλημα, ατος, τό,
A anything put under, bedding, Hippiatr.10 (pl.).
2 dub. sens. in list of naval equipment, IG22.1621, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπόβλημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑποβάλλω] καθετί που τοποθετείται αποκάτω, στρώμα, υπόστρωμα …   Dictionary of Greek

  • ὑποβλήμασι — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήμασιν — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήματα — ὑπόβλημα anything put under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”